Dictionary of Greek. 2013.
χονδρεκτομή — και χονδρεκτομία, η, Ν ιατρ. η αφαίρεση τμήματος ενός χόνδρου με εγχείρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + εκτομή] … Dictionary of Greek